τσαγκάρης

τσαγκάρης
ο, Ν
παπουτσής, υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τζαγγάριος* (< τζάγγη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσαγκάρης — ο ο παπουτσής, ο υποδηματοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαγκαροσούβλι — και τσαγκαρόσουβλο και τσαγκαροσούγλι και τσαγκαρόσουγλο και τσαγκαροσούλι και τσαγκαρασούλι, το, Ν σουβλί που χρησιμοποιεί ο τσαγκάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + σουβλί / σουγλί] …   Dictionary of Greek

  • Хрисанф (архиепископ Афинский) — Архиепископ Хрисанф Архиепископ Хрисанф (греч. Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος; в …   Википедия

  • ακατάραφτος — η, ο και ακατάραφος [καταράφτω] αυτός που δεν έχει ραμμένα, μπαλωμένα τα σκισμένα μέρη τών ενδυμάτων του παροιμ. «ράφτης ακατάραφτος, τσαγκάρης αξυπόλυτος», για όσους φροντίζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους …   Dictionary of Greek

  • τζαγγάρης — ὁ, Μ βλ. τσαγκάρης …   Dictionary of Greek

  • τζαγγάριος — Ο υποδηματοποιός. Βυζαντινός όρος που αναφερόταν σε κάθε είδους κατασκευαστή υποδημάτων. Ο δρόμος όπου βρίσκονταν τα καταστήματά τους στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόνταν τζαγγάρια. Προέρχεται από τη λέξη Τζαγγία, που σήμαινε ψηλά υποδήματα τα οποία …   Dictionary of Greek

  • τζαγκάρης — ὁ, Μ βλ. τσαγκάρης …   Dictionary of Greek

  • τσαγκάρικο — το, Ν τσαγκαράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τσαγκάρικος (< τσαγκάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τσαγκαράδικο — το, Ν υποδηματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + κατάλ. άδικο (πρβλ. βενζιν άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • τσαγκαροδευτέρα — η, Ν 1. αργία κατά την ημέρα τής Δευτέρας την οποία τηρούσαν παλαιότερα οι τσαγκάρηδες 2. ειρων. εργάσιμη ημέρα την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά («σήμερα είναι τσαγκαροδευτέρα, δεν δουλεύουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + Δευτέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”